θαλασσόλουστος

θαλασσόλουστος
η , ο
1) купающийся в море; 2) омываемый морем

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θαλασσόλουστος" в других словарях:

  • θαλασσόλουστος — η, ο 1. ο λουσμένος στη θάλασσα 2. αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + λουστος (< λού(ζ)ω), πρβλ. ηλιό λουστος, φωτό λουστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Βλ. Γαβριηλίδη] …   Dictionary of Greek

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»